- ψύλλα
- блоха
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ψύλλα — ψύλλᾱ , ψύλλα flea fem nom/voc/acc dual ψύλλᾱ , ψύλλα flea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλα — η, ΝΑ έντομο που προσβάλλει τα φυτά αρχ. 1. ο ψύλλος 2. είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια, πιθήκη* 3. είδος δηλητηριώδους αράχνης, υπόδρομος*(ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύλλα (< ψύλ ja), ανάγεται σε οικογένεια λ., τής οποίας η αρχική μορφή τής… … Dictionary of Greek
ψύλλας — ψύλλᾱς , ψύλλα flea fem acc pl ψύλλᾱς , ψύλλα flea fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλαι — ψύλλα flea fem nom/voc pl ψύλλᾱͅ , ψύλλα flea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλαν — ψύλλᾱν , ψύλλα flea fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυλλῶν — ψύλλα flea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλαις — ψύλλα flea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλης — ψύλλα flea fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύλλῃ — ψύλλα flea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блоха — укр. блиха, др. русск. блъха, болг. бълха, сербохорв. бу̀ха, словен. boɫha, чеш., слвц. blcha, польск. pchɫa, в. луж. pcha, tka, н. луж. pcha. Родственно лит. blusà, лтш. blusa, афг. vraža блоха (из др. ир. *brušā; см. Хюбшман 453, Lit.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
PSYLLA vel. PSYLLIUM — urbs Bithyniae, non procul ab Heraclea, Stephan. nomen habet a ψύλλα, i. e. pulex. Quemadmodum ab eadem origine Psyllus viri nomen est, in Menandri Messenia, apud Suidam: et οἱ κύνες οἱ ψυλλικοὶ, Psyllici canes, ab Achaiae urbe dicti, apud… … Hofmann J. Lexicon universale